-
1 συν-ερείδω
συν-ερείδω, zusammenstämmen, -drängen, -drücken; in tmesi, σύν τε στόμ' ἐρεῖσαι χερσί, Od. 11, 426; χρυσέαισιν συνερείδει περόναις κρυπτόν, Eur. Bacch. 97; χέρας δεσμοῖς διδύμοις συνερεισϑέντες, I. T. 457; – intrans., zusammentreffen, feindlich, τὰ ϑηρία συνήρεισε τοῖς ἐναντίοις, Pol. 5, 84, 2; auch συνήσπισαν οὕτως, ὥςτε συνερεῖσαι πρὸς ἀλλήλους, Pol. 12, 21, 3; Plut. Themist. 14; vgl. noch Theocr. 22, 68 u. Opp. Hal. 2, 110.
-
2 ἀπ-ευθύνω
ἀπ-ευθύνω, 1) wieder gerade machen, μαχαίρας καμπτομένας Pol. 2, 33; übertr., χέρας δεσμοῖς, mit Fesseln zurückdrehen, fesseln, Soph. Ai. 72; wieder aufrichten, herstellen, τοὺς Ῥωμαίων χρόνους πρὸς τοὺς Ἑλληνικούς, die römische Zeitrechnung nach der griechischen einrichten, Dion. Hal. 1, 87. – 2) lenken, Ὀρέστην δεῠρο μολεῖν Aesch. Ag. 1652; πόλιν Soph. O. R. 104; oft Prosa, ἐκ πρύμνης Plat Critia 109 c.
-
3 αιχμαλωτις
III -
4 απευθυνω
1) выпрямлять, расправлять(πάντα ὀρθά Plat., μαχαιρας καμπτομένας Polyb.; καμπυλας βακτηρίας Plut.)
2) связывать назад, скручивать за спину(χερας δεσμοῖς Soph.)
3) направлять, управлять, править(πλήκτροις τρόπιν Soph.: πόλιν Plat.; τέν κρίσιν τῷ λογισμῷ Plut.)
4) исправлять, вразумлять или карать -
5 ξυνερειδω
(fut. συνερείσω; pass.: aor. συνηρείσθην, pf. συνήρεισμαι)1) сжимать, связывать(χέρας δεσμοῖς Eur.)
; прикреплять, пристегивать(τινὰ περόναις Eur.)
2) смыкать, закрывать(στόμα χερσί Hom. - in tmesi)
3) уплотнять, приближатьσ. ἔπος παρ΄ ἔπος Plut. — говорить без запинки;
σ. λογισμόν Plut. — тщательно (внимательно) рассуждать4) опираться, прислоняться5) сталкиваться6) напирать, наскакивать(τοῖς ἐναντίοις Polyb.)
συνερείσαντες ἐξωθοῦσι τοὺς πολεμίους Plut. — совершив натиск, они изгоняют неприятелей -
6 συνερειδω
(fut. συνερείσω; pass.: aor. συνηρείσθην, pf. συνήρεισμαι)1) сжимать, связывать(χέρας δεσμοῖς Eur.)
; прикреплять, пристегивать(τινὰ περόναις Eur.)
2) смыкать, закрывать(στόμα χερσί Hom. - in tmesi)
3) уплотнять, приближатьσ. ἔπος παρ΄ ἔπος Plut. — говорить без запинки;
σ. λογισμόν Plut. — тщательно (внимательно) рассуждать4) опираться, прислоняться5) сталкиваться6) напирать, наскакивать(τοῖς ἐναντίοις Polyb.)
συνερείσαντες ἐξωθοῦσι τοὺς πολεμίους Plut. — совершив натиск, они изгоняют неприятелей -
7 συνερείδω
A press together, close, ; σ. ὀδόντας set the teeth, lock them fast, Hp.Coac. 230 (where συνερίζειν is f.l.), Mul.2.201; bind together, bind fast,τινὰ περόναις E.Ba.97
(lyr.):—[voice] Pass., αἱ γνάθοι συνερειδόμεναι being set or locked, Hp.Epid.5.74; χέρας δεσμοῖς -ερεισθέντες with their hands tight bound, E.IT 457 (anap.), cf. Theoc.22.68;διὰ τὸ μὴ σ. τὴν ἀρτηρίαν Arist.Aud. 801a2
; χεῖρες ξυνηρεισμέναι arms flexed, Aret.SA1.6.II intr., to be firmly set,οἱ ὀδόντες συνηρείκασι Hp.Morb. Sacr.7
, cf. Sor.2.27, Fract.4 (prob.);ξυνερείσουσιν οἱ ὀδόντες Aret. SA1.5
; γένυς ξ. τῇ ἄνω is locked with.., ib.6; also of soldiers,σ. πρὸς ἀλλήλους Plb.12.21.3
, cf. Arr.Tact. 16.14.2 meet in close conflict,τοῖς ἐναντίοις Plb.5.84.2
; dash together, of ships, D.S.13.46, Plu.Them.14; press on,τοὺς ὠθισμοὺς τοῖς προτεταγμένοις Arr.Tact. 12.3
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνερείδω
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский